καταπλέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταπλέω < αρχαία ελληνική καταπλέω

Ρήμα

καταπλέω, πρτ.: κατέπλεα, στ.μέλλ.: θα καταπλεύσω, αόρ.: κατέπλευσα

  1. φτάνω στον προορισμό μου κινούμενος μέσα στη θάλασσα
  2. (συνεκδοχικά) κατευθύνομαι προς τον προορισμό μου κινούμενος μέσα στη θάλασσα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταπλέω < κατά + πλέω

Ρήμα

καταπλέω

  1. αράζω στην ακτή
  2. πλέω σύμφωνα με το ρεύμα (του ποταμού ή της θάλασσας)
  3. (συνεκδοχικά) πλέω προς το κάτω μέρος του ποταμού
  4. επιστρέφω μέσω θαλάσσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.