πνεύμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πνεύμων | οἱ | πνεύμονες |
| γενική | τοῦ | πνεύμονος | τῶν | πνευμόνων |
| δοτική | τῷ | πνεύμονῐ | τοῖς | πνεύμοσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | πνεύμονᾰ | τοὺς | πνεύμονᾰς |
| κλητική ὦ! | πνεῦμον | πνεύμονες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πνεύμονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πνευμόνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πνεύμων , ήδη ομηρικό < πλεύμων, το [pn] με παρετυμολογική επίδραση του πνέω, πνεύμα < *pleu-mon < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **plew- (πλέω) + -μων
Πηγές
- πνεύμων, πλεύμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πνεύμων, πλεύμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.