πνεύμων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πνεύμων οἱ πνεύμονες
      γενική τοῦ πνεύμονος τῶν πνευμόνων
      δοτική τῷ πνεύμον τοῖς πνεύμοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πνεύμον τοὺς πνεύμονᾰς
     κλητική ! πνεῦμον πνεύμονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πνεύμονε
γεν-δοτ τοῖν  πνευμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνεύμων , ήδη ομηρικό < πλεύμων, το [pn] με παρετυμολογική επίδραση του πνέω, πνεύμα < *pleu-mon < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **plew- (πλέω) + -μων

Ουσιαστικό

πνεύμων, -ονος αρσενικό (και πλεύμων)

Παράγωγα

με πνευμον-

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

με πλευμον-  δείτε τη λέξη πλεύμων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.