πλείω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

πλείω

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πλείω

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πλείων
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πλεῖον) του πλείων
    εναλλακτικά: πλείονα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.