πλείω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ρήμα
πλείω
επικός τύπος
του
πλέω
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πλείω
αιτιατική
ενικού
,
αρσενικού
ή
θηλυκού
γένους
του
πλείων
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
,
ουδέτερου
γένους
(
πλεῖον
)
του
πλείων
εναλλακτικά:
πλείονα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.