sail
Αγγλικά (en)
Παράγωγα
Ρήμα
| ενεστώτας | sail |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | sails |
| αόριστος | sailed |
| παθητική μετοχή | sailed |
| ενεργητική μετοχή | sailing |
sail (en)
- (αθλητισμός) κάνω ιστιοπλοΐα
- (ναυτικός όρος)ανοίγω πανιά, ταξιδεύω, πηγαίνω (χρησιμοποιώντας ιστιοπλοϊκό μέσο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.