πλένω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλένω < αρχαία ελληνική πλύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plew- (πλένω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈple.no/
Ρήμα
πλένω (παθητική φωνή: πλένομαι)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλένω | έπλενα | θα πλένω | να πλένω | πλένοντας | |
| β' ενικ. | πλένεις | έπλενες | θα πλένεις | να πλένεις | πλένε | |
| γ' ενικ. | πλένει | έπλενε | θα πλένει | να πλένει | ||
| α' πληθ. | πλένουμε | πλέναμε | θα πλένουμε | να πλένουμε | ||
| β' πληθ. | πλένετε | πλένατε | θα πλένετε | να πλένετε | πλένετε | |
| γ' πληθ. | πλένουν(ε) | έπλεναν πλέναν(ε) |
θα πλένουν(ε) | να πλένουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έπλυνα | θα πλύνω | να πλύνω | πλύνει | ||
| β' ενικ. | έπλυνες | θα πλύνεις | να πλύνεις | πλύνε | ||
| γ' ενικ. | έπλυνε | θα πλύνει | να πλύνει | |||
| α' πληθ. | πλύναμε | θα πλύνουμε | να πλύνουμε | |||
| β' πληθ. | πλύνατε | θα πλύνετε | να πλύνετε | πλύντε | ||
| γ' πληθ. | έπλυναν πλύναν(ε) |
θα πλύνουν(ε) | να πλύνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλύνει | είχα πλύνει | θα έχω πλύνει | να έχω πλύνει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλύνει | είχες πλύνει | θα έχεις πλύνει | να έχεις πλύνει | έχε πλυμένο | |
| γ' ενικ. | έχει πλύνει | είχε πλύνει | θα έχει πλύνει | να έχει πλύνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλύνει | είχαμε πλύνει | θα έχουμε πλύνει | να έχουμε πλύνει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλύνει | είχατε πλύνει | θα έχετε πλύνει | να έχετε πλύνει | έχετε πλυμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν πλύνει | είχαν πλύνει | θα έχουν πλύνει | να έχουν πλύνει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πλυμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πλυμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πλυμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πλυμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλένομαι | πλενόμουν(α) | θα πλένομαι | να πλένομαι | ||
| β' ενικ. | πλένεσαι | πλενόσουν(α) | θα πλένεσαι | να πλένεσαι | πλένου | |
| γ' ενικ. | πλένεται | πλενόταν(ε) | θα πλένεται | να πλένεται | ||
| α' πληθ. | πλενόμαστε | πλενόμαστε πλενόμασταν |
θα πλενόμαστε | να πλενόμαστε | ||
| β' πληθ. | πλένεστε | πλενόσαστε πλενόσασταν |
θα πλένεστε | να πλένεστε | πλένεστε | |
| γ' πληθ. | πλένονται | πλένονταν πλενόντουσαν |
θα πλένονται | να πλένονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλύθηκα | θα πλυθώ | να πλυθώ | πλυθεί | ||
| β' ενικ. | πλύθηκες | θα πλυθείς | να πλυθείς | πλύσου | ||
| γ' ενικ. | πλύθηκε | θα πλυθεί | να πλυθεί | |||
| α' πληθ. | πλυθήκαμε | θα πλυθούμε | να πλυθούμε | |||
| β' πληθ. | πλυθήκατε | θα πλυθείτε | να πλυθείτε | πλυθείτε | ||
| γ' πληθ. | πλύθηκαν πλυθήκαν(ε) |
θα πλυθούν(ε) | να πλυθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πλυθεί | είχα πλυθεί | θα έχω πλυθεί | να έχω πλυθεί | πλυμένος | |
| β' ενικ. | έχεις πλυθεί | είχες πλυθεί | θα έχεις πλυθεί | να έχεις πλυθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πλυθεί | είχε πλυθεί | θα έχει πλυθεί | να έχει πλυθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλυθεί | είχαμε πλυθεί | θα έχουμε πλυθεί | να έχουμε πλυθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πλυθεί | είχατε πλυθεί | θα έχετε πλυθεί | να έχετε πλυθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλυθεί | είχαν πλυθεί | θα έχουν πλυθεί | να έχουν πλυθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πλυμένος - είμαστε, είστε, είναι πλυμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πλυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πλυμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πλυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πλυμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πλυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πλυμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.