εκπλέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκπλέω < εκ + πλέω

Ρήμα

εκπλέω

  1. (ναυτικός όρος): εξέρχομαι πλέοντας (με πλοίο ή σκάφος), από λιμάνι, όρμο, διώρυγα κ.λπ.
  2. (συνεκδοχικά) αποπλέω

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.