πλεύση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλεύση οι πλεύσεις
      γενική της πλεύσης* των πλεύσεων
    αιτιατική την πλεύση τις πλεύσεις
     κλητική πλεύση πλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλεύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλεύση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεῦ(σις) + -ση <  δείτε τη λέξη πλέω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈplef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλεύση

Ουσιαστικό

πλεύση θηλυκό

  1. η πορεία πλοίου στη θάλασσα
  2. (μεταφορικά) η πορεία
  3. (φυσική) φαινόμενο κατά το οποίο ένα στερεό αντικείμενο επιπλέει

Συγγενικά

θέμα πλευσ-, πλευτ-

 και δείτε τη λέξη πλέω για θέματα πλε-, πλω- πλου-

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.