ταξιδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταξιδεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταξιδεύω < ταξίδ(ι) + -εύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.ksiˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ξι‐δεύ‐ω
Ρήμα
ταξιδεύω, αόρ.: ταξίδεψα, μτχ.π.π.: ταξιδεμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- πηγαίνω κάπου με αυτοκίνητο, πλοίο, αεροπλάνο, τρένο κ.λπ.
- στις διακοπές ταξίδεψα στην Ελβετία
- εργάζομαι ως ναυτικός
- ταξίδευε όλη του τη ζωή
- κάνω δρομολόγιο
- το πλοίο θα ταξιδέψει στην άγονη γραμμή
- (μεταφορικά) αφαιρούμαι, χάνομαι στις σκέψεις μου, ονειροπολώ
- πού ταξιδεύεις; δε με προσέχεις καθόλου
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον να μεταφέρει τη σκέψη του αλλού
- το νέο της μυθιστόρημα μας ταξιδεύει σε μια μεσαιωνική πολή
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ταξιδεύω | ταξίδευα | θα ταξιδεύω | να ταξιδεύω | ταξιδεύοντας | |
| β' ενικ. | ταξιδεύεις | ταξίδευες | θα ταξιδεύεις | να ταξιδεύεις | ταξίδευε | |
| γ' ενικ. | ταξιδεύει | ταξίδευε | θα ταξιδεύει | να ταξιδεύει | ||
| α' πληθ. | ταξιδεύουμε | ταξιδεύαμε | θα ταξιδεύουμε | να ταξιδεύουμε | ||
| β' πληθ. | ταξιδεύετε | ταξιδεύατε | θα ταξιδεύετε | να ταξιδεύετε | ταξιδεύετε | |
| γ' πληθ. | ταξιδεύουν(ε) | ταξίδευαν ταξιδεύαν(ε) |
θα ταξιδεύουν(ε) | να ταξιδεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ταξίδεψα | θα ταξιδέψω | να ταξιδέψω | ταξιδέψει | ||
| β' ενικ. | ταξίδεψες | θα ταξιδέψεις | να ταξιδέψεις | ταξίδεψε | ||
| γ' ενικ. | ταξίδεψε | θα ταξιδέψει | να ταξιδέψει | |||
| α' πληθ. | ταξιδέψαμε | θα ταξιδέψουμε | να ταξιδέψουμε | |||
| β' πληθ. | ταξιδέψατε | θα ταξιδέψετε | να ταξιδέψετε | ταξιδέψτε | ||
| γ' πληθ. | ταξίδεψαν ταξιδέψαν(ε) |
θα ταξιδέψουν(ε) | να ταξιδέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ταξιδέψει | είχα ταξιδέψει | θα έχω ταξιδέψει | να έχω ταξιδέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις ταξιδέψει | είχες ταξιδέψει | θα έχεις ταξιδέψει | να έχεις ταξιδέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει ταξιδέψει | είχε ταξιδέψει | θα έχει ταξιδέψει | να έχει ταξιδέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ταξιδέψει | είχαμε ταξιδέψει | θα έχουμε ταξιδέψει | να έχουμε ταξιδέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε ταξιδέψει | είχατε ταξιδέψει | θα έχετε ταξιδέψει | να έχετε ταξιδέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ταξιδέψει | είχαν ταξιδέψει | θα έχουν ταξιδέψει | να έχουν ταξιδέψει |
| |
Μεταφράσεις
ταξιδεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.