αποπλέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπλέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποπλέω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + πλέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈple.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐πλέ‐ω
Ρήμα
αποπλέω
- (ναυτικός όρος): πλέω από λιμάνι ή όρμο, αναχωρώ με πλοίο, ή άλλο πλωτό μέσο
- ※ Στις δύο από τα μεσάνυχτα της 25ης του Νοέμβρη του 1956 ογδόντα δύο άντρες αποπλέανε από το Μεξικό για το νησί της Κούβας. (Έλλη Αλεξίου (1974) Ερνέστο Γκεβάρα [δοκίμιο])
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Αναφορές
- αποπλέω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.