περιπλέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιπλέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιπλέω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + πλέω
Ρήμα
περιπλέω, πρτ.: περιέπλεα, αόρ.: περιέπλευσα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αρχαία ελληνικά (grc)
- περιπλώω (ιωνικός τύπος )
Κλίση
- → λείπει η κλίση
διαφορετικά:
- περίπλεως (γεμάτος)
Πηγές
- περιπλέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιπλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.