παλάμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλάμη οι παλάμες
      γενική της παλάμης των παλαμών
    αιτιατική την παλάμη τις παλάμες
     κλητική παλάμη παλάμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκίτσο ανθρώπινης παλάμης.

Ετυμολογία

παλάμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παλάμη [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈla.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παλάμη

Ουσιαστικό

παλάμη θηλυκό

  1. (ανατομία) το εσωτερικό τμήμα του ανθρώπινου χεριού, από τον καρπό μέχρι την άκρη των δακτύλων
  2. (μονάδα μέτρησης)
    1. ένα δεκατόμετρο
    2. όσο το άνοιγμα της ανθρώπινης παλάμης
    3. (παρωχημένο) το ένα δέκατο του πήχη

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πᾰλᾰμα-
ονομαστική παλάμη αἱ παλάμαι
      γενική τῆς παλάμης τῶν παλαμῶν
      δοτική τῇ παλάμ ταῖς παλάμαις
    αιτιατική τὴν παλάμην τὰς παλάμᾱς
     κλητική ! παλάμη παλάμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλάμ
γεν-δοτ τοῖν  παλάμαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλάμη, ήδη ομηρικό < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *παλα-μα (ουδέτερο, όπως μνήμα - μνήμη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₂meh₂ (μεταπτωτική βαθμίδα) < {ιε}} *pleh₂- (πλατύς, επίπεδος). Συγγενή: λατινική palma (απ' όπου γαλλική paume, ισπανική palma, αγγλική palm) και πέλαγος, πλάγιος, πλάξ. [1]

Ουσιαστικό

παλάμη θηλυκό (πᾰλᾰμη)

  1. (ανατομία) η παλάμη, το εσωτερικό τμήμα του ανθρώπινου χεριού
  2. (κατ’ επέκταση) το χέρι
  3. βίαιη πράξη
  4. (μεταφορικά) το τέχνασμα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.