παράσημο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράσημο τα παράσημα
      γενική του παράσημου
& παρασήμου
των παράσημων
& παρασήμων
    αιτιατική το παράσημο τα παράσημα
     κλητική παράσημο παράσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράσημο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράσημον, ουδέτερο του παράσημος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράσημο

Ουσιαστικό

παράσημο ουδέτερο

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.