κατεργασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεργασμένος η κατεργασμένη το κατεργασμένο
      γενική του κατεργασμένου της κατεργασμένης του κατεργασμένου
    αιτιατική τον κατεργασμένο την κατεργασμένη το κατεργασμένο
     κλητική κατεργασμένε κατεργασμένη κατεργασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεργασμένοι οι κατεργασμένες τα κατεργασμένα
      γενική των κατεργασμένων των κατεργασμένων των κατεργασμένων
    αιτιατική τους κατεργασμένους τις κατεργασμένες τα κατεργασμένα
     κλητική κατεργασμένοι κατεργασμένες κατεργασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατεργασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατεργάζομαι

Μετοχή

κατεργασμένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.