πλάξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πλᾰκ-
ονομαστική πλάξ αἱ πλάκες
      γενική τῆς πλακός τῶν πλακῶν
      δοτική τῇ πλακῐ́ ταῖς πλαξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν πλάκ τὰς πλάκᾰς
     κλητική ! πλάξ πλάκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλάκε
γεν-δοτ τοῖν  πλακοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλάξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλάξ, πλᾰκός θηλυκό

  1. πεδιάδα, επίπεδη επιφάνεια, οροπέδιο
  2. πλάκα, επίπεδη πέτρα

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.