palma
Λατινικά (la)
Ετυμολογία 1
- palma < (κληρονομημένο) λατινική *palamā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₂meh₂ και * pleh₂-. Συγγενή: αρχαία ελληνική παλάμη, αλβανική shpall, αγγλοσαξονική folm
Ουσιαστικό
palma (la) θηλυκό
Παράγωγα
- palmāris
- palmārius
- palmēnsis
- palmes
- palmētum
- palmeus
- palmiceus
- palmicius
- palmifer
- palmiger
- palmipēs
- palmō
- palmōsus
- palmula
- palmus
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | palma | palmae |
| γενική | palmae | palmārum |
| δοτική | palmae | palmīs |
| αιτιατική | palmam | palmās |
| κλητική | palma | palmae |
| αφαιρετική | palmā | palmīs |
Ετυμολογία 2
- palma < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | palma | palmae |
| γενική | palmae | palmārum |
| δοτική | palmae | palmīs |
| αιτιατική | palmam | palmās |
| κλητική | palma | palmae |
| αφαιρετική | palmā | palmīs |
Πηγές
- palma - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.