palma

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

palma (it) θηλυκό

  1. (δέντρο) ο φοίνικας
  2. (ανθρώπινο σώμα) η παλάμη του χεριού



Λατινικά (la)

Ετυμολογία 1

palma < (κληρονομημένο) λατινική *palamā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₂meh₂ και * pleh₂-. Συγγενή: αρχαία ελληνική παλάμη, αλβανική shpall, αγγλοσαξονική folm

Ουσιαστικό

palma (la) θηλυκό

  1. (δέντρο) φοίνικας
  2. (ανθρώπινο σώμα) η παλάμη του χεριού
  3. η πλατιά άκρη ή η λεπίδα ενός κουπιού
  4. (μεταφορικά) νίκη
  5. (φρούτο) χουρμάς
  6. (φυτό) αρωματικό φυτό που ευδοκιμεί στην Αφρική και τη Συρία
  7. κλαδί σε δέντρο, ιδιαίτερα σε αμπέλι

Παράγωγα

  • palmāris
  • palmārius
  • palmēnsis
  • palmes
  • palmētum
  • palmeus
  • palmiceus
  • palmicius
  • palmifer
  • palmiger
  • palmipēs
  • palmō
  • palmōsus
  • palmula
  • palmus

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική palma palmae
γενική palmae palmārum
δοτική palmae palmīs
αιτιατική palmam palmās
κλητική palma palmae
αφαιρετική palmā palmīs
(α' κλίση)

Ετυμολογία 2

palma < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

palma (la) θηλυκό, άλλη μορφή του parma

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική palma palmae
γενική palmae palmārum
δοτική palmae palmīs
αιτιατική palmam palmās
κλητική palma palmae
αφαιρετική palmā palmīs
(α' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.