μούντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούντζα οι μούντζες
      γενική της μούντζας των μουντζών
    αιτιατική τη μούντζα τις μούντζες
     κλητική μούντζα μούντζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μούντζα < μουντζούρα από την συνήθεια που είχαν στο Βυζάντιο να μουντζουρώνουν με την βαμμένη με κάρβουνο παλάμη τους, το πρόσωπο ανθρώπων που είχαν υποπέσει σε ολισθήματα

Ουσιαστικό

μούντζα θηλυκό

  • Απρεπής και υβριστική χειρονομία με ένα ή δύο χέρια μαζί όπου δείχνεται σε κάποιον το εσωτερικό μέρος της παλάμης με όλα τα δάκτυλα ανοιγμένα, τεντωμένα και σε απόσταση μεταξύ τους.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • αυτομουντζώνομαι
  • αυτομουτζώνομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.