παλαμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παλαμίζω < μεσαιωνική ελληνική παλαμίζω < παλάμ(η) + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.laˈmi.zo/

Ρήμα

παλαμίζω

  1. (ναυτικός όρος) επαλείφω τα ύφαλα βάρκας ή άλλου πλεούμενου με πίσσα ή άλλη αδιάβροχη ουσία για στεγανοποίηση
     συνώνυμα: καλαφατίζω, πισσώνω
  2. (παρωχημένο) σοβαντίζω, επιχρίω
  3. (παρωχημένο) τοποθετώ την παλάμη μου πάνω σε κάτι (π.χ. στο ευαγγέλιο για να ορκιστώ σε δικαστήριο)
  4. (παρωχημένο) πιάνω κάτι (με την παλάμη μου)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.