άκρη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άκρη | οι | άκρες |
| γενική | της | άκρης | των | ακρών |
| αιτιατική | την | άκρη | τις | άκρες |
| κλητική | άκρη | άκρες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άκρη < αρχαία ελληνικήἄκρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.kɾi/
Ουσιαστικό
άκρη θηλυκό
Εκφράσεις
- απ' άκρη σ' άκρη: παντού
- έψαξα όλο το κείμενο, απ' άκρη σ' άκρη, και δε βρήκα πουθενά τη λέξη που λες ότι ήταν γραμμένη
- αφήνω στην άκρη: σταματάω να χρησιμοποιώ
- μόνο αν αφήσετε στην άκρη τις προκαταλήψεις θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην κουβέντα
- βάζω στην άκρη:
- αφήνω στην άκρη
- (για χρήματα) αποταμιεύω
- βάρδα στην άκρη
- βγάζω άκρη: ξεκαθαρίζω, ξεμπερδεύω μία κατάσταση, καταλαβαίνω τι έχει γίνει (μσν βγαίνω εἰς τήν ἄκραν)
- δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη έτσι όπως τα λες
- βρίσκω την άκρη: βγάζω άκρη
- έχω άκρες: έχω γνωριμίες που μπορούν να με εξυπηρετήσουν
- κάνω στην άκρη: παραμερίζω ώστε να περάσει κάποιος άλλος ή να πάρει τη θέση μου κάποιος άλλος
- μέσες άκρες: πάνω κάτω, περίπου
- όπου με βγάλει η άκρη: (αναφερόμενος σε ξεκίνημα μιας ενέργειας) αδιαφορώ για το αποτέλεσμα, ό,τι τύχει, ό,τι βγει
- τραβώ στην άκρη: κάνω στην άκρη
Σημειώσεις
- το ταυτόσημο "άκρια" είναι δύσχρηστο στις εκφράσεις (που περιέχουν το "άκρη") και χρησιμοποιείται σπάνια
Μεταφράσεις
άκρη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.