απαλάμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαλάμη οι απαλάμες
      γενική της απαλάμης των απαλαμών
    αιτιατική την απαλάμη τις απαλάμες
     κλητική απαλάμη απαλάμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαλάμη < α- (προτακτικό) + παλάμη

Ουσιαστικό

απαλάμη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.