απαλάμιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαλάμιστος η απαλάμιστη το απαλάμιστο
      γενική του απαλάμιστου της απαλάμιστης του απαλάμιστου
    αιτιατική τον απαλάμιστο την απαλάμιστη το απαλάμιστο
     κλητική απαλάμιστε απαλάμιστη απαλάμιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαλάμιστοι οι απαλάμιστες τα απαλάμιστα
      γενική των απαλάμιστων των απαλάμιστων των απαλάμιστων
    αιτιατική τους απαλάμιστους τις απαλάμιστες τα απαλάμιστα
     κλητική απαλάμιστοι απαλάμιστες απαλάμιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαλάμιστος < α- + παλαμίζ(ω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.paˈla.mi.stos/

Επίθετο

απαλάμιστος

  1. ακαλαφάτιστος, απίσσωτος
  2. ασοβάντιστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.