νόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νόμος οι νόμοι
      γενική του νόμου των νόμων
    αιτιατική τον νόμο τους νόμους
     κλητική νόμε νόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόμος[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νόμος
τονικό παρώνυμο: νομός

Ουσιαστικό

νόμος αρσενικό

  1. (νομικός όρος) υποχρεωτικός κανόνας δικαίου που εφαρμόζεται σε μια κρατική οντότητα, αφού θεσμοθετηθεί από τα αρμόδια νομοθετικά σώματα
    Στην Ελλάδα οι νόμοι δεν ισχύουν πριν δημοσιευτούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  2. (νομικός όρος) το σύνολο των γραπτών κανόνων δικαίου που ισχύουν σε ένα κράτος, η νομοθεσία
    ο ελληνικός νόμος
  3. ηθικός κανόνας που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων
    άγραφος νόμος
  4. (επιστήμες) γενική διατύπωση, συχνά μια μαθηματική σχέση, που αφορά στα φυσικά φαινόμενα και περιγράφει την αιτιώδη σχέση μεταξύ των διαφόρων φυσικών μεγεθών

Πολυλεκτικοί όροι

  • αναγκαστικός νόμος
  • ειδικός νόμος
  • εκλογικός νόμος
  • εκτελεστικός νόμος
  • θεμελιώδης νόμος
  • θεσμικός νόμος
  • ιδρυτικός νόμος
  • ιερός νόμος
  • μηδενικός νόμος
  • νόμοι της αγοράς
  • νόμος-πλαίσιο
  • νόμος της προσφοράς και της ζήτησης
  • πρόταση νόμου
  • στρατιωτικός νόμος
  • σχέδιο νόμου
  • τροποποιητικός νόμος
  • τυπική ισχύς (νόμου)
  • φορολογικός νόμος

Εκφράσεις

  • άγνοια νόμου
  • άγραφος νόμος
  • δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, βλ. δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις
  • διά νόμου
  • εκ του νόμου
  • εκτός νόμου
  • εν ονόματι του νόμου
  • έχω ισχύ νόμου
  • θείος νόμος
  • κανονικά και με τον νόμο
  • κατά παράβαση του νόμου
  • κατά νόμο
  • κενά νόμου
  • νόμος είναι το δίκιο του εργάτη
  • νόμος της ζούγκλας
  • νόμος της νύχτας
  • νόμος της σιωπής
  • νόμος του αίματος
  • νόμος του Μέρφι
  • νόμος του ποδοσφαίρου
  • νόμος των πιθανοτήτων
  • νόμω
  • ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος
  • ο νόμος είναι νόμος
  • ο νόμος/οι νόμοι και οι προφήτες
  • όπως ορίζει ο νόμος
  • παίρνω τον νόμο στα χέρια μου
  • παραθυράκι του νόμου
  • παρά τον νόμο
  • πάω με τον νόμο
  • πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του νόμου
  • σκληρός νόμος αλλά νόμος
  • το γράμμα του νόμου
  • το μακρύ χέρι του νόμου
  • το πνεύμα του νόμου
  • τόπου συνήθεια, νόμου κεφάλαιο

Συγγενικά

συγγενικά και σύνθετα

  • -νομία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νομία στο Βικιλεξικό
  • -νομος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νομος στο Βικιλεξικό
  • -νόμος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νόμος στο Βικιλεξικό
  • νομο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νομο- στο Βικιλεξικό

και

 και δείτε τους όρους νέμω και -νέμω

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νόμος οἱ νόμοι
      γενική τοῦ νόμου τῶν νόμων
      δοτική τῷ νόμ τοῖς νόμοις
    αιτιατική τὸν νόμον τοὺς νόμους
     κλητική ! νόμε νόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νόμω
γεν-δοτ τοῖν  νόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νόμος, ήδη τον 8ο αιώνα στον Ησίοδο < θέμα νομ-, μεταπτωτική βαθμίδα του νέμω [3]

Ουσιαστικό

νόμος αρσενικό

  1. (νομικός όρος) όπως νόμος
  2. συνήθεια
  3. αποτέλεσμα νομής, διανομή, μερισμός

Εκφράσεις

Παράγωγα

παράγωγα & σύνθετα με θέμα νομ-

  • -νομία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -νομία στο Βικιλεξικό
  • νομο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα νομο- στο Βικιλεξικό
  • -νομος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -νομος στο Βικιλεξικό
  • -νόμος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -νόμος στο Βικιλεξικό
  • -νομῶ (-έω) Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -νομῶ στο Βικιλεξικό

και

Συγγενικά

  • θέμα νεμ-  δείτε τη λέξη νέμω

Αναφορές

  1. νόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. νόμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.