μερισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μερισμός οι μερισμοί
      γενική του μερισμού των μερισμών
    αιτιατική τον μερισμό τους μερισμούς
     κλητική μερισμέ μερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μερισμός < μερίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μερισμός

Ουσιαστικό

μερισμός αρσενικό

  1. συνώνυμο του επιμερισμός
  2. (αριθμητική) θεματική ενότητα της πρακτικής αριθμητικής που ασχολείται με το μοίρασμα διάφορων ποσοτήτων, κυρίως οικονομικών, σε μέρη ανάλογα κάποιων δοθέντων αριθμών
     δείτε τη λέξη διαίρεση

Μεταφράσεις

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μερισμός οἱ μερισμοί
      γενική τοῦ μερισμοῦ τῶν μερισμῶν
      δοτική τῷ μερισμ τοῖς μερισμοῖς
    αιτιατική τὸν μερισμόν τοὺς μερισμούς
     κλητική ! μερισμέ μερισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μερισμώ
γεν-δοτ τοῖν  μερισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μερισμός αρσενικό

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.