μερισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μερισμός | οι | μερισμοί |
| γενική | του | μερισμού | των | μερισμών |
| αιτιατική | τον | μερισμό | τους | μερισμούς |
| κλητική | μερισμέ | μερισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μερισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μερισμός < μερίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
μερισμός αρσενικό
- συνώνυμο του επιμερισμός
- (αριθμητική) θεματική ενότητα της πρακτικής αριθμητικής που ασχολείται με το μοίρασμα διάφορων ποσοτήτων, κυρίως οικονομικών, σε μέρη ανάλογα κάποιων δοθέντων αριθμών
- → δείτε τη λέξη διαίρεση
Μεταφράσεις
μερισμός
|
Πηγές
- μερισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μερισμός | οἱ | μερισμοί |
| γενική | τοῦ | μερισμοῦ | τῶν | μερισμῶν |
| δοτική | τῷ | μερισμῷ | τοῖς | μερισμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | μερισμόν | τοὺς | μερισμούς |
| κλητική ὦ! | μερισμέ | μερισμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μερισμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μερισμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μερισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μερισμός αρσενικό
- → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μερισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μερισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.