άγραφος νόμος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ɣɾa.fos ˈno.mos/
Πολυλεκτικός όρος
άγραφος νόμος
- (νομικός όρος) κανόνας, ή σύνολο κανόνων δικαίου, που διαμορφώθηκε μετά από αδιάκοπη, μακροχρόνια και ομοιόμορφη εφαρμογή και επιβλήθηκε κατ' αποδοχή από ένα λαό ή μέρους κοινωνίας, ή επαγγελματικού χώρου, με την συνείδηση της δέσμευσης, χωρίς να τίθεται υποχρεωτικά από την Πολιτεία
Συνώνυμα
- άγραφο δίκαιο
Μεταφράσεις
άγραφος νόμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.