νομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομικός η νομική το νομικό
      γενική του νομικού της νομικής του νομικού
    αιτιατική τον νομικό τη νομική το νομικό
     κλητική νομικέ νομική νομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομικοί οι νομικές τα νομικά
      γενική των νομικών των νομικών των νομικών
    αιτιατική τους νομικούς τις νομικές τα νομικά
     κλητική νομικοί νομικές νομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νομικός < νόμος + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /no.miˈkos/ αρσενικό και θηλυκό ως ουσιαστικό
ΔΦΑ : /no.miˈki/ θηλυκό ως επίθετο
ΔΦΑ : /no.miˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

νομικός , -ή , -ό

  • που αναφέρεται ή ανήκει στους νόμους ή στους ασχολούμενους με αυτούς
    νομική επιστήμη, νομικό προηγούμενο, νομικός κόσμος

Μεταφράσεις

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νομικός οι νομικοί
      γενική του νομικού των νομικών
    αιτιατική τον νομικό τους νομικούς
     κλητική νομικέ νομικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

νομικός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.