νομίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νομίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νομίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /noˈmi.zo/

Ρήμα

νομίζω, αόρ.: νόμισα, παθ.φωνή: νομίζομαι, π.αόρ.: νομίστηκα

  1. (με ειδική πρόταση ή την αντωνυμία το) έχω τη γνώμη, πιστεύω, χωρίς όμως να δηλώνω απόλυτη βεβαιότητα
    νομίζω ότι πρέπει να παραιτηθεί
  2. (+ αιτιατική προσώπου) θεωρώ
    δεν τον νομίζω για καλό άνθρωπο· μοιάζει πονηρός
  3. υποθέτω

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νομίζω < νόμ(ος) + -ίζω

Ρήμα

νομίζω

  1. θεωρώ, παραδέχομαι ή αποδέχομαι αυτό που είναι καθιερωμένο από το νόμο ή τα έθιμα
    νομίζεται: συνηθίζεται
  2. χρησιμοποιώ
    1. νομίζω γλῶσσαν: χρησιμοποιώ την κοινή γλώσσα
    2. (για νομίσματα) χρησιμοποιώ σαν κύριο νόμισμα για τις συναλλαγές
      (κατ’ επέκταση) κατέχω (νόμιμα)
  3. υιοθετώ έθιμο
  4. αναγνωρίζω ως, θεωρώ
  5. φρονώ, κρίνω ότι

Κλίση

Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
νομίζω
νομίζω
νομίζοιμι
-
σύ
νομίζεις
νομίζῃς
νομίζοις
νόμιζε
οὖτος
νομίζει
νομίζ
νομίζοι
νομιζέτω
ἡμεῖς
νομίζομεν
νομίζωμεν
νομίζοιμεν
-
ὑμεῖς
νομίζετε
νομίζητε
νομίζοιτε
νομίζετε
οὗτοι
νομίζουσι(ν)
νομίζωσι(ν)
νομίζοιεν
νομιζόντων / νομιζέτωσαν
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
νομίζειν
νομίζων
νομίζουσα
νομίζον
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
νομι
-
νομιοῖμι / νομιοίην
-
σύ
νομιεῖς
-
νομιοῖς / νομιοίης
-
οὖτος
νομιεῖ
-
νομιοῖ / νομιοίη
-
ἡμεῖς
νομιοῦμεν
-
νομιοῖμεν
-
ὑμεῖς
νομιεῖτε
-
νομιοῖτε
-
οὗτοι
νομιοῦσι(ν)
-
νομιοῖεν
-
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
νομιεῖν
νομιῶν
νομιοῦσα
νομιοῦν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.