νομίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νομίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νομίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /noˈmi.zo/
Εκφράσεις
- δεν νομίζω να: δεν φαντάζομαι
- δεν το νομίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νομίζω | νόμιζα | θα νομίζω | να νομίζω | νομίζοντας | |
| β' ενικ. | νομίζεις | νόμιζες | θα νομίζεις | να νομίζεις | νόμιζε | |
| γ' ενικ. | νομίζει | νόμιζε | θα νομίζει | να νομίζει | ||
| α' πληθ. | νομίζουμε | νομίζαμε | θα νομίζουμε | να νομίζουμε | ||
| β' πληθ. | νομίζετε | νομίζατε | θα νομίζετε | να νομίζετε | νομίζετε | |
| γ' πληθ. | νομίζουν(ε) | νόμιζαν νομίζαν(ε) |
θα νομίζουν(ε) | να νομίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νόμισα | θα νομίσω | να νομίσω | νομίσει | ||
| β' ενικ. | νόμισες | θα νομίσεις | να νομίσεις | νόμισε | ||
| γ' ενικ. | νόμισε | θα νομίσει | να νομίσει | |||
| α' πληθ. | νομίσαμε | θα νομίσουμε | να νομίσουμε | |||
| β' πληθ. | νομίσατε | θα νομίσετε | να νομίσετε | νομίστε | ||
| γ' πληθ. | νόμισαν νομίσαν(ε) |
θα νομίσουν(ε) | να νομίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νομίσει | είχα νομίσει | θα έχω νομίσει | να έχω νομίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις νομίσει | είχες νομίσει | θα έχεις νομίσει | να έχεις νομίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει νομίσει | είχε νομίσει | θα έχει νομίσει | να έχει νομίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νομίσει | είχαμε νομίσει | θα έχουμε νομίσει | να έχουμε νομίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε νομίσει | είχατε νομίσει | θα έχετε νομίσει | να έχετε νομίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νομίσει | είχαν νομίσει | θα έχουν νομίσει | να έχουν νομίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νομίζομαι | νομιζόμουν(α) | θα νομίζομαι | να νομίζομαι | ||
| β' ενικ. | νομίζεσαι | νομιζόσουν(α) | θα νομίζεσαι | να νομίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | νομίζεται | νομιζόταν(ε) | θα νομίζεται | να νομίζεται | ||
| α' πληθ. | νομιζόμαστε | νομιζόμαστε νομιζόμασταν |
θα νομιζόμαστε | να νομιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | νομίζεστε | νομιζόσαστε νομιζόσασταν |
θα νομίζεστε | να νομίζεστε | (νομίζεστε) | |
| γ' πληθ. | νομίζονται | νομίζονταν νομιζόντουσαν |
θα νομίζονται | να νομίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νομίστηκα | θα νομιστώ | να νομιστώ | νομιστεί | ||
| β' ενικ. | νομίστηκες | θα νομιστείς | να νομιστείς | νομίσου | ||
| γ' ενικ. | νομίστηκε | θα νομιστεί | να νομιστεί | |||
| α' πληθ. | νομιστήκαμε | θα νομιστούμε | να νομιστούμε | |||
| β' πληθ. | νομιστήκατε | θα νομιστείτε | να νομιστείτε | νομιστείτε | ||
| γ' πληθ. | νομίστηκαν νομιστήκαν(ε) |
θα νομιστούν(ε) | να νομιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω νομιστεί | είχα νομιστεί | θα έχω νομιστεί | να έχω νομιστεί | ||
| β' ενικ. | έχεις νομιστεί | είχες νομιστεί | θα έχεις νομιστεί | να έχεις νομιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει νομιστεί | είχε νομιστεί | θα έχει νομιστεί | να έχει νομιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε νομιστεί | είχαμε νομιστεί | θα έχουμε νομιστεί | να έχουμε νομιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε νομιστεί | είχατε νομιστεί | θα έχετε νομιστεί | να έχετε νομιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν νομιστεί | είχαν νομιστεί | θα έχουν νομιστεί | να έχουν νομιστεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
νομίζω
- θεωρώ, παραδέχομαι ή αποδέχομαι αυτό που είναι καθιερωμένο από το νόμο ή τα έθιμα
- νομίζεται: συνηθίζεται
- χρησιμοποιώ
- νομίζω γλῶσσαν: χρησιμοποιώ την κοινή γλώσσα
- (για νομίσματα) χρησιμοποιώ σαν κύριο νόμισμα για τις συναλλαγές
- (κατ’ επέκταση) κατέχω (νόμιμα)
- υιοθετώ έθιμο
- αναγνωρίζω ως, θεωρώ
- φρονώ, κρίνω ότι
Κλίση
| προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
|---|---|---|---|---|
| ἐγώ | ||||
| σύ | ||||
| οὖτος | ||||
| ἡμεῖς | ||||
| ὑμεῖς | ||||
| οὗτοι | ||||
| ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
| προσωπικές εγκλίσεις |
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
|---|---|---|---|---|
| ἐγώ | ||||
| σύ | ||||
| οὖτος | ||||
| ἡμεῖς | ||||
| ὑμεῖς | ||||
| οὗτοι | ||||
| ονοματικοί τύποι |
απαρέμφατο | μετοχή | ||
Πηγές
- νομίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νομίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.