στρατιωτικός νόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στρατιωτικός νόμος | οι | στρατιωτικοί νόμοι |
| γενική | του | στρατιωτικού νόμου | των | στρατιωτικών νόμων |
| αιτιατική | τον | στρατιωτικό νόμο | τους | στρατιωτικούς νόμους |
| κλητική | στρατιωτικέ νόμε | στρατιωτικοί νόμοι | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρατιωτικός νόμος < → δείτε τις λέξεις στρατιωτικός και νόμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾa.ti.o.tiˈkos ˈno.mos/
Πολυλεκτικός όρος
στρατιωτικός νόμος αρσενικό
- (νομικός όρος) ειδική νομοθεσία που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, αναστέλλοντας θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις, ώστε να μην απειλείται η εθνική ή πολιτειακή ασφάλεια, ή όταν ο στρατός παίρνει τον έλεγχο της πολιτικής διοίκησης της δικαιοσύνης
Μεταφράσεις
στρατιωτικός νόμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.