συνήθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνήθεια οι συνήθειες
      γενική της συνήθειας των συνηθειών
    αιτιατική τη συνήθεια τις συνήθειες
     κλητική συνήθεια συνήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνήθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνήθεια < συνήθης. Συγκρίνετε με το συνήθειο.

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈni.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνήθεια

Ουσιαστικό

συνήθεια θηλυκό

  1. συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και, συνήθως, όχι συνειδητά
    το κάπνισμα είναι κακιά συνήθεια
  2. παγιωμένος και μη υποχρεωτικός τρόπος συμπεριφοράς των μελών μεγαλύτερης ή μικρότερης ομάδας, έθιμο
    τοπική συνήθεια

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη συνήθης

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνήθει αἱ συνήθειαι
      γενική τῆς συνηθείᾱς τῶν συνηθειῶν
      δοτική τῇ συνηθεί ταῖς συνηθείαις
    αιτιατική τὴν συνήθειᾰν τὰς συνηθείᾱς
     κλητική ! συνήθει συνήθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνηθεί
γεν-δοτ τοῖν  συνηθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνήθεια < συνήθ(ης) + -εια < συν- + -ήθης (ἦθος)

Ουσιαστικό

συνήθεια θηλυκό

  1. γνωριμία, συναναστροφή, φιλική σχέση
  2. έξη, συνήθεια, έθιμο
  3. εξοικείωση
  4. (ρητορική) συνήθης χρήση μιας έκφρασης
  5. και γυναικείο όνομα: Συνήθεια

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.