νομοθεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομοθεσία οι νομοθεσίες
      γενική της νομοθεσίας των νομοθεσιών
    αιτιατική τη νομοθεσία τις νομοθεσίες
     κλητική νομοθεσία νομοθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νομοθεσία < αρχαία ελληνική νομοθεσία < νομοθέτης

Ουσιαστικό

νομοθεσία θηλυκό

  1. ένα σύνολο νόμων που αποδίδονται σε έναν νομοθέτη
    η νομοθεσία του Σόλωνα
  2. ένα σύνολο νόμων που αφορούν σε έναν τομέα ή γενικότερα το σύνολο των ισχυόντων νόμων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.