εκλογικός νόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκλογικός νόμος οι εκλογικοί νόμοι
      γενική του εκλογικού νόμου των εκλογικών νόμων
    αιτιατική τον εκλογικό νόμο τους εκλογικούς νόμους
     κλητική εκλογικέ νόμε εκλογικοί νόμοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκλογικός νόμος <  δείτε τις λέξεις εκλογικός και νόμος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.klo.ʝiˈkos ˈno.mos/

Πολυλεκτικός όρος

εκλογικός νόμος αρσενικό

  • (πολιτική) ο νόμος ο οποίος ρυθμίζει ζητήματα σχετικά με τη διεξαγωγή των εκλογών
      Το μείζον που σημειώθηκε εκείνη τη χρονιά ήταν, μέσω της τότε διαδικασίας αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη της χώρας, η δέσμευση όλων των μετέπειτα πλειοψηφιών, όταν αποφασίζουν αλλαγή του εκλογικού νόμου, η ισχύς του νέου να αρχίζει από τις μεθεπόμενες και όχι τις αμέσως επόμενες εκλογές, όπως έως τότε ίσχυε. Μοναδική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα και εφαρμογή νέου εκλογικού νόμου από τις επόμενες εκλογές προβλέπεται μόνο στην περίπτωση που ο νέος εκλογικός νόμος ψηφιστεί «με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών», δηλαδή τουλάχιστον 200 βουλευτές.
    Μπουρδάρας, Γιώργος (8 Σεπτεμβρίου 2022), Κυβερνήσεις και εκλογικό σύστημα, Η Καθημερινή

Μεταφράσεις

Πηγές

  • εκλογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.