νέμω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νέμω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέμω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈne.mo/

Ρήμα

νέμω, αόρ.: ένειμα, παθ.φωνή: νέμομαι, κυρίως σε σύνθετα ρήματα

Συγγενικά

Σύνθετα

και δείτε τα παράγωγά τους

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nem-

Ρήμα

νέμω

  1. διανέμω, μοιράζω
  2. απονέμω, προσφέρω
  3. έχω, κατέχω
  4. κατοικώ
  5. (μεταφορικά) κρίνω, νομίζω
  6. (αναφερόμενος σε ζώα) βόσκω
  7. (αναφερόμενος σε πόλη) καταστρέφω, καίω

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
νεμ-, νομ- 

παράγωγα και σύνθετα με θέμα νεμ-

με θέμα νομ-  δείτε  νόμος & νομ- παράγωγα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.