νομεύς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νομεύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομεύς

Ουσιαστικό

νομεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο νομεύς)

  • (απαρχαιωμένο, επάγγελμα)  δείτε τη λέξη νομέας

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.