jog

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
jog jogs

jog (en)

Ρήμα

ενεστώτας jog
γ΄ ενικό ενεστώτα jogs
αόριστος jogged
παθητική μετοχή jogged
ενεργητική μετοχή jogging

jog (en)

  1. τρέχω με σταθερό ρυθμό
  2. σκουντάω
    He jogged my elbow, making me spill my wine.
    Με σκούντησε στον αγκώνα κι έχυσα το κρασί μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη nudge

Πηγές



Ουγγρικά (hu)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

jog (hu)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.