νομάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | νομάς | οι | νομάδες |
| γενική | του/της του |
νομάδος νομάδα |
των | νομάδων |
| αιτιατική | τον/τη | νομάδα | τους/τις | νομάδες |
| κλητική | νομάς | νομάδες | ||
| Ιδιόκλιτο, με ονομαστική και γενική ενικού από το αρχαίο νομάς. Συγκρίνετε με την κλίση «ο νομάδας». | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νομάς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νομάς | οἱ/αἱ | νομάδες |
| γενική | τοῦ/τῆς | νομάδος | τῶν | νομάδων |
| δοτική | τῷ/τῇ | νομάδῐ | τοῖς/ταῖς | νομάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νομάδᾰ | τοὺς/τὰς | νομάδᾰς |
| κλητική ὦ! | νομάς | νομάδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νομάδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νομάδοιν | ||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νομάς, -άδος αρσενικό ή θηλυκό
- που περφέρεται σε αναζήτηση βοσκής
- → δείτε τη λέξη Νομάδες
- (θηλυκό, σε επιθετική χρήση)
Πηγές
- νομάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νομάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.