λοξός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λοξός η λοξή το λοξό
      γενική του λοξού της λοξής του λοξού
    αιτιατική τον λοξό τη λοξή το λοξό
     κλητική λοξέ λοξή λοξό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λοξοί οι λοξές τα λοξά
      γενική των λοξών των λοξών των λοξών
    αιτιατική τους λοξούς τις λοξές τα λοξά
     κλητική λοξοί λοξές λοξά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λοξός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λοξός. Και (ουσιαστικοποιημένο).

Προφορά

ΔΦΑ : /loˈksos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λοξός

Επίθετο

λοξός, -ή, -ό

  1. ο μη ευθύς
     αντώνυμα: ευθύς, ίσιος
  2. (μεταφορικά) αυτός που έχει ιδιόρρυθμη συμπεριφορά, ανισόρροπος, παλαβός

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
λοξ- 

Δε σχετίζεται ο λόξιγγας.

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λοξός οι λοξοί
      γενική του λοξού των λοξών
    αιτιατική τον λοξό τους λοξούς
     κλητική λοξέ λοξοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

λοξός

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λοξός λοξή τὸ λοξόν
      γενική τοῦ λοξοῦ τῆς λοξῆς τοῦ λοξοῦ
      δοτική τῷ λοξ τῇ λοξ τῷ λοξ
    αιτιατική τὸν λοξόν τὴν λοξήν τὸ λοξόν
     κλητική ! λοξέ λοξή λοξόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λοξοί αἱ λοξαί τὰ λοξᾰ́
      γενική τῶν λοξῶν τῶν λοξῶν τῶν λοξῶν
      δοτική τοῖς λοξοῖς ταῖς λοξαῖς τοῖς λοξοῖς
    αιτιατική τοὺς λοξούς τὰς λοξᾱ́ς τὰ λοξᾰ́
     κλητική ! λοξοί λοξαί λοξᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λοξώ τὼ λοξᾱ́ τὼ λοξώ
      γεν-δοτ τοῖν λοξοῖν τοῖν λοξαῖν τοῖν λοξοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λοξός, ήδη τον 7ο αιώνα < *λοκ-σος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

λοξός, -ή, -όν

  1. πλάγιος, στρεβλός
     αντώνυμα: εὐθύς
  2. (μεταφορικά) μνησίκακος, ύπουλος
  3. αμφίβολος, διλημματικός

Παράγωγα

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.