λοξός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λοξός | η | λοξή | το | λοξό |
| γενική | του | λοξού | της | λοξής | του | λοξού |
| αιτιατική | τον | λοξό | τη | λοξή | το | λοξό |
| κλητική | λοξέ | λοξή | λοξό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λοξοί | οι | λοξές | τα | λοξά |
| γενική | των | λοξών | των | λοξών | των | λοξών |
| αιτιατική | τους | λοξούς | τις | λοξές | τα | λοξά |
| κλητική | λοξοί | λοξές | λοξά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λοξός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λοξός. Και (ουσιαστικοποιημένο).
Προφορά
- ΔΦΑ : /loˈksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐ξός
Επίθετο
λοξός, -ή, -ό
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
λοξ-
λοξ-
- αργολοξεύω
- λόξα
- λοξά (επίρρημα)
- λοξάδα
- λόξεμα
- λοξεμένος
- λόξευση
- λοξεύω
- λοξή φάλαγγα
- λοξίζω
- Λοξίας
- λοξοβατώ
- λοξόβλεπος
- λοξοβλέπω
- λοξοδρομημένος
- λοξοδρομικός
- λοξοδρόμισμα, λοξοδρόμημα
- λοξοδρομία (ναυτικός όρος)
- λοξοδρόμιση
- λοξόδρομος, λοξοδρόμος
- λοξοδρομώ
- λοξοειδής, λοξοειδές
- λοξοειδώς
- λοξοκόβω
- λοξοκοίταγμα
- λοξοκοιτάζω, λοξοκοιτάω / λοξοκοιτώ
- λοξοκυρτωμένος
- λοξολαβή
- λοξόμακρος
- λοξομάτης
- λοξοματιά
- λοξομάτικος
- λοξοπατώ
- λοξοπετώ
- λοξοστρίβω
- λοξότερος
- λοξοτήραγμα
- λοξοτηράζω
- λοξότητα
- λοξότμητος
- λοξοτόμηση
- λοξοτομία
- λοξοτομώ
- λοξόφαρδος
- λοξόφθαλμος
- λοξώνω
- λοξώς (επίρρημα)
- πολύλοξος
Δε σχετίζεται ο λόξιγγας.
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λοξός | οι | λοξοί |
| γενική | του | λοξού | των | λοξών |
| αιτιατική | τον | λοξό | τους | λοξούς |
| κλητική | λοξέ | λοξοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
λοξός
Μεταφράσεις
λοξός
|
Πηγές
- λοξός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λοξός | ἡ | λοξή | τὸ | λοξόν |
| γενική | τοῦ | λοξοῦ | τῆς | λοξῆς | τοῦ | λοξοῦ |
| δοτική | τῷ | λοξῷ | τῇ | λοξῇ | τῷ | λοξῷ |
| αιτιατική | τὸν | λοξόν | τὴν | λοξήν | τὸ | λοξόν |
| κλητική ὦ! | λοξέ | λοξή | λοξόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λοξοί | αἱ | λοξαί | τὰ | λοξᾰ́ |
| γενική | τῶν | λοξῶν | τῶν | λοξῶν | τῶν | λοξῶν |
| δοτική | τοῖς | λοξοῖς | ταῖς | λοξαῖς | τοῖς | λοξοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | λοξούς | τὰς | λοξᾱ́ς | τὰ | λοξᾰ́ |
| κλητική ὦ! | λοξοί | λοξαί | λοξᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λοξώ | τὼ | λοξᾱ́ | τὼ | λοξώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | λοξοῖν | τοῖν | λοξαῖν | τοῖν | λοξοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λοξός, ήδη τον 7ο αιώνα < *λοκ-σος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- λοξός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λοξός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.