ανισόρροπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανισόρροπος | η | ανισόρροπη | το | ανισόρροπο |
| γενική | του | ανισόρροπου | της | ανισόρροπης | του | ανισόρροπου |
| αιτιατική | τον | ανισόρροπο | την | ανισόρροπη | το | ανισόρροπο |
| κλητική | ανισόρροπε | ανισόρροπη | ανισόρροπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανισόρροποι | οι | ανισόρροπες | τα | ανισόρροπα |
| γενική | των | ανισόρροπων | των | ανισόρροπων | των | ανισόρροπων |
| αιτιατική | τους | ανισόρροπους | τις | ανισόρροπες | τα | ανισόρροπα |
| κλητική | ανισόρροποι | ανισόρροπες | ανισόρροπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανισόρροπος < αρχαία ελληνική ἀνισόρροπος (3. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déséquilibré)
Επίθετο
ανισόρροπος, -η, -ο
- (σπάνιο) (κυριολεκτικά) που δεν έχει ισορροπία, που δεν ισορροπεί
- ανισομερής, μη ισόρροπος
- (οικείο) φρενοβλαβής, παλαβός, τρελός
Συγγενικά
- ανισόρροπα
- ανισορροπία
- → δείτε τις λέξεις ισόρροπος, ίσος και ροπή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.