ευθύς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευθύς η ευθεία το ευθύ
      γενική του ευθύ
& ευθέος
της ευθείας του ευθέος
    αιτιατική τον ευθύ την ευθεία το ευθύ
     κλητική ευθύ ευθεία ευθύ
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευθείς οι ευθείες τα ευθέα
      γενική των ευθέων των ευθειών των ευθέων
    αιτιατική τους ευθείς τις ευθείες τα ευθέα
     κλητική ευθείς ευθείες ευθέα
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈfθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευθύς

Ετυμολογία 1

ευθύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐθύς

Επίθετο

ευθύς, -εία, -ύ

  1. ίσιος
  2. ειλικρινής και άμεσος

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
ευθυ- 

Σύνθετα

  • ευθυ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ευθυ- στο Βικιλεξικό

όπως

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ευθύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐθύς

Επίρρημα

ευθύς (χρονικό επίρρημα)

Εκφράσεις

  • ευθύς εξαρχής: από την αρχή
    το ξεκαθάρισα ευθύς εξαρχής ότι είμαι εδώ μόνο για να ακούσω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.