λοξοδρομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λοξοδρομώ < ελληνιστική κοινή λοξοδρόμος +

Προφορά

ΔΦΑ : /lo.kso.ðro.ˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λοξοδρομώ

Ρήμα

λοξοδρομώ

  1. στρίβω λοξά και βγαίνω από την πορεία μου
  2. (μεταφορικά) χάνω το στόχο μου και ασχολούμαι με άλλα πράγματα από αυτά που αρχικά ήθελα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.