λοξότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λοξότης αἱ λοξότητες
      γενική τῆς λοξότητος τῶν λοξοτήτων
      δοτική τῇ λοξότητ ταῖς λοξότησ(ν)
    αιτιατική τὴν λοξότητ τὰς λοξότητᾰς
     κλητική ! λοξότης λοξότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λοξότητε
γεν-δοτ τοῖν  λοξοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λοξότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λοξό(ς) + -της

Ουσιαστικό

λοξότης θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.