λοξοδρόμισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λοξοδρόμισμα | τα | λοξοδρομίσματα |
| γενική | του | λοξοδρομίσματος | των | λοξοδρομισμάτων |
| αιτιατική | το | λοξοδρόμισμα | τα | λοξοδρομίσματα |
| κλητική | λοξοδρόμισμα | λοξοδρομίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
λοξοδρόμισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.