λοξοκοιτάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λοξοκοιτάζω < λοξά + κοιτάζω

Ρήμα

λοξοκοιτάζω, πρτ.: λοξοκοίταζα, στ.μέλλ.: θα λοξοκοιτάξω, αόρ.: λοξοκοίταξα

  1. κοιτάζω λοξά, πλάγια
  2. κοιτάζω κάποιον με καχυποψία

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.