λοξώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λοξώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λοξῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε λοξ(ός) + -ώς

Επίρρημα

λοξώς

  • (λόγιο) λοξά
    λοξώς αριστερά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.