αμφίβολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμφίβολος | η | αμφίβολη | το | αμφίβολο |
| γενική | του | αμφίβολου | της | αμφίβολης | του | αμφίβολου |
| αιτιατική | τον | αμφίβολο | την | αμφίβολη | το | αμφίβολο |
| κλητική | αμφίβολε | αμφίβολη | αμφίβολο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμφίβολοι | οι | αμφίβολες | τα | αμφίβολα |
| γενική | των | αμφίβολων | των | αμφίβολων | των | αμφίβολων |
| αιτιατική | τους | αμφίβολους | τις | αμφίβολες | τα | αμφίβολα |
| κλητική | αμφίβολοι | αμφίβολες | αμφίβολα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμφίβολος < αμφί- + βάλλω (: χτυπώ)
- η αρχική σημασία της λέξης ήταν «αυτός που βάλλεται από όλες τις πλευρές»
Επίθετο
αμφίβολος, -η, -ο
- αυτός για τον οποίο υπάρχουν αμφιβολίες
- η μέθοδός της είναι σωστή αλλά το αποτέλεσμα αμφίβολο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.