εὐθύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εὐθῠ́ς εὐθεῖᾰ τὸ εὐθῠ́
      γενική τοῦ εὐθέος τῆς εὐθείᾱς τοῦ εὐθέος
      δοτική τῷ (εὐθέϊ) εὐθεῖ τῇ εὐθείᾳ τῷ (εὐθέϊ) εὐθεῖ
    αιτιατική τὸν εὐθῠ́ν τὴν εὐθεῖᾰν τὸ εὐθῠ́
     κλητική ! εὐθῠ́ εὐθεῖᾰ εὐθῠ́
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ (εὐθέες) εὐθεῖς αἱ εὐθεῖαι τὰ εὐθέ
      γενική τῶν εὐθέων τῶν εὐθειῶν τῶν εὐθέων
      δοτική τοῖς εὐθέσῐ(ν) ταῖς εὐθείαις τοῖς εὐθέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς εὐθεῖς τὰς εὐθείᾱς τὰ εὐθέ
     κλητική ! (εὐθέες) εὐθεῖς εὐθεῖαι εὐθέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐθέε (εὐθεῖ) τὼ εὐθείᾱ τὼ εὐθέε (εὐθεῖ)
      γεν-δοτ τοῖν εὐθέοιν τοῖν εὐθείαιν τοῖν εὐθέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth.
Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου).
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εὐθύς < ἰθύς λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

εὐθύς, εὐθεῖα, εὐθύ

  1. ίσιος
  2. σαφής
  3. δίκαιος, έντιμος

  • ιωνικός & επικός τύπος: ἰθύς

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)
  • εὐθυ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα εὐθυ- στο Βικιλεξικό

Επίρρημα

εὐθύς < επίθετο εὐθύς

  1. αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, άμεσα, κατ' ευθείαν
  2. ευθέως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.