ύπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ύπουλος | η | ύπουλη | το | ύπουλο |
| γενική | του | ύπουλου | της | ύπουλης | του | ύπουλου |
| αιτιατική | τον | ύπουλο | την | ύπουλη | το | ύπουλο |
| κλητική | ύπουλε | ύπουλη | ύπουλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ύπουλοι | οι | ύπουλες | τα | ύπουλα |
| γενική | των | ύπουλων | των | ύπουλων | των | ύπουλων |
| αιτιατική | τους | ύπουλους | τις | ύπουλες | τα | ύπουλα |
| κλητική | ύπουλοι | ύπουλες | ύπουλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ύπουλος < αρχαία ελληνική ὕπουλος (με κρυφή πληγή, φαινομενικά επουλωμένος κάτω από την ουλή). Η σημερινή σημασία από την ελληνιστική περίοδο.[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.pu.los/
Επίθετο
ύπουλος
- αυτός που ενεργεί κρυφά με κακό σκοπό.
- έκανε μια ύπουλη επίθεση
- ≈ συνώνυμα: ραδιούργος, μπαμπέσικος
Αναφορές
- ύπουλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.