κρότος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρότος οι κρότοι
      γενική του κρότου των κρότων
    αιτιατική τον κρότο τους κρότους
     κλητική κρότε κρότοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρότος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρότος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρότος

Ουσιαστικό

κρότος αρσενικό

Εκφράσεις

  • κρότου λάμψης (για βλήματα, όπλα)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
κροτ- 

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κροτος στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.