κρόταλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρόταλο τα κρόταλα
      γενική του κροτάλου
& κρόταλου
των κροτάλων
    αιτιατική το κρόταλο τα κρόταλα
     κλητική κρόταλο κρόταλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρόταλο < αρχαία ελληνική κρόταλον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾo.ta.lo/

Ουσιαστικό

κρόταλο ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) κρουστό όργανο, που αποτελείται από μικρούς δίσκους (από ξύλο, μέταλλο, οστό ή άλλο υλικό), τους οποίους χτυπάμε, προκειμένου να παραχθεί έρρυθμος ήχος, συνοδευτικός της μουσικής που παράγουν τα υπόλοιπα όργανα και ο τραγουδιστής
  2. (μεταφορικά) φλύαρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.