καταχειροκροτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταχειροκροτώ < κατά + χειροκροτώ

Ρήμα

καταχειροκροτώ

  • χειροκροτώ ιδιαίτερα δυνατά, θερμά, με ενθουσιασμό και διάρκεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.