ποδοκρότημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδοκρότημα τα ποδοκροτήματα
      γενική του ποδοκροτήματος των ποδοκροτημάτων
    αιτιατική το ποδοκρότημα τα ποδοκροτήματα
     κλητική ποδοκρότημα ποδοκροτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδοκρότημα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ποδοκρότημα ουδέτερο

  1. κρότος που γίνεται με τα πόδια όταν χτυπούν το έδαφος
  2. (μεταφορικά) αποδοκιμασία που γίνεται φανερή με αυτόν τον τρόπο


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.