ποδοκρότημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποδοκρότημα | τα | ποδοκροτήματα |
| γενική | του | ποδοκροτήματος | των | ποδοκροτημάτων |
| αιτιατική | το | ποδοκρότημα | τα | ποδοκροτήματα |
| κλητική | ποδοκρότημα | ποδοκροτήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποδοκρότημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ποδοκρότημα ουδέτερο
- κρότος που γίνεται με τα πόδια όταν χτυπούν το έδαφος
- (μεταφορικά) αποδοκιμασία που γίνεται φανερή με αυτόν τον τρόπο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ποδοκρότημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.