χτύπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χτύπος | οι | χτύποι |
| γενική | του | χτύπου | των | χτύπων |
| αιτιατική | τον | χτύπο | τους | χτύπους |
| κλητική | χτύπε | χτύποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χτύπος < μεσαιωνική ελληνική χτύπος < αρχαία ελληνική κτύπος
Συγγενικά
- αεροχτυπημένος
- αντίκτυπος
- αντιχτυπώ / αντικτυπώ
- απόχτυπος
- αποχτυπώ
- αργοχτυπώ
- αστραποχτυπημένος
- αχτύπητα / ακτύπητα
- ακτύπητος / αχτύπητος
- βροντοχτυπώ
- ερωτοχτυπημένος
- καρδιοχτύπι / καρδιοκτύπι
- καρδιοχτυπώ / καρδιοκτυπώ
- κονταροχτύπημα
- κονταροχτυπώ
- ξαναχτυπώ / ξανακτυπώ
- χτύπημα / κτύπημα
- χτυπητήρι / κτυπητήρι
- χτυπημένος / κτυπημένος
- χτυπητά
- χτυπητός
- χτυποκάρδι / κτυποκάρδι
- χτυπώ / κτυπώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.