χειροκροτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
χειροκροτώ
- χτυπώ τις παλάμες των χεριών μου μεταξύ τους και προκαλώ θόρυβο με σκοπό να εκφράσω αποδοχή, επιδοκιμασία ή ενθουσιασμός για κάποιον ή κάτι
- οι θεατές χειροκρότησαν θερμά τους ηθοποιούς
- (συνεκδοχικά) εκδηλώνω αποδοχής, επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.